- ἐλευθερικός
- ἐλευθ-ερικός, ή, όν,A free,
πολιτεία Pl.Lg.701e
([comp] Sup.); τὸ ἐ. καὶ ἀνελεύθερον ib.919e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολιτεία Pl.Lg.701e
([comp] Sup.); τὸ ἐ. καὶ ἀνελεύθερον ib.919e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ελευθερικός — ἐλευθερικός, ή, όν (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. το ελευθερικόν (ενν. χωριό) χωριό που κατοικούσαν στα βυζαντινά χρόνια ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ελεύθερους … Dictionary of Greek
ἐλευθερικά — ἐλευθερικός free neut nom/voc/acc pl ἐλευθερικά̱ , ἐλευθερικός free fem nom/voc/acc dual ἐλευθερικά̱ , ἐλευθερικός free fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθερικῶν — ἐλευθερικός free fem gen pl ἐλευθερικός free masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθερικόν — ἐλευθερικός free masc acc sg ἐλευθερικός free neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθερικωτάτην — ἐλευθερικός free fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)